ενδιαίτημα

ενδιαίτημα
(-ατός) τό жилище, жильё; дом, квартира; местожительство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενδιαίτημα" в других словарях:

  • ἐνδιαίτημα — dwelling place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδιαίτημα — το (Α ἐνδιαίτημα) κατοικία, τόπος διαμονής νεοελλ. «τα ενδιαιτήματα» τα διαμερίσματα τού πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους …   Dictionary of Greek

  • ενδιαίτημα — το, ατος 1. το μέρος όπου ζει και κατοικεί κάποιος, οίκημα, κατοικία. 2. στον πληθ., ενδιαιτήματα (ναυτ.), τα χωριστά διαμερίσματα των αξιωματικών και υπαξιωματικών πολεμικού σκάφους, τα χωρίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνδιαιτημάτων — ἐνδιαίτημα dwelling place neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαιτήμασι — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαιτήμασιν — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαιτήματα — ἐνδιαίτημα dwelling place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαιτήματι — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαιτήματος — ἐνδιαίτημα dwelling place neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • побывалище — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  1) (καταγώγιον) постоялый двор, гостиница; жилище; (ἐνδιαίτημα) …   Словарь церковнославянского языка

  • пребывание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἐνδιαίτημα) место пребывания жилище, гостиница) …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»